-
1 διαθήκη
[диатики] ουσ. в. завещание.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαθήκη
-
2 завещание
-я ουδ.διαθήκη•оставлять завещание αφήνω διαθήκη•
словесное завещание προφορική διαθήκη•
он умер без -я αυτός πέθανε χωρίς ν’ αφήσει διαθήκη•
по -го поста τη διαθήκη, σύμφωνα με τη διαθήκη.
-
3 завещание
-
4 завещание
завеща||ниес ἡ διαθήκη:оставлять \завещание ἀφήνω διαθήκη· по \завещаниению διά διαθήκης·. -
5 духовный
επ.1. πνευματικός, διανοητικός, ψυχικός•духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου•
-ая близость πνευματική συγγένεΐα.
2. θρησκευτικός, εκκλησιαστικός κληρικός•духовный сан ιερατικό αξίωμα•
-ые книги θρησκευτικά βιβλία•
-ая музыка εκκλησιαστική μουσική•
-ая цензура κληρική λογοκρισία•
-ое лицо ο εκκλησιαστικός•
-ое училище ιερατική σχολή.
3. ουσ. θ. -ая η διαθήκη.εκφρ.- ое завещание – διαθήκη•духовный отец – βλ. духовник духовный сын, -ая дочь ο εξομολογούμενος, η εξομολογούμένη. -
6 завет
-а α.1. (υψ. χφος) εντολή, υποθήκη•-ы ленина πολιτνκή διαθήκη του Λιένιν.
2. (όρκος, υπόσχεση)•ветхий завет Παλαιά Διαθήκη•
Новый завет Καινή Δαθήκη.
-
7 завещать
ρ.δ.κ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завещанный, βρ: -щан, -а, -оδιαθέτω, κληροδοτώ, αφήνω διαθήκη•завещать свое имущество κληροδοτώ με διαθήκη.
|| εκδηλώνω, εκφράζω την επιθυμία, δίνω την ευχή μου.-ется κληροδοτούμαι. -
8 завещание
η διαθήκη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завещание
-
9 ветхий
ветх||ийприл παλιός, παμπάλαιος, σαθρός/ ἐσχατόγερος, γηραιός (о человеке)/ ἐτοιμόρροπος (о здании):\ветхий старик ἐσχατόγερος· \ветхий дом τό παλιό (или τό ἐτοιμόρροπο) σπίτι· <> Ветхий Завет рел. ἡ Παλαιά Διαθήκη. -
10 духовный
духо́вн||ыйприл1. πνευματικός, διανοητικός:\духовныйая близость ἡ πνευματική συγγένεια·2. (церковный) ἐκκλησιαστικός:\духовныйое лицо ὁ κληρικός, ὁ Ιερωμένος· ◊ \духовныйое завещание уст. ἡ διαθήκη. -
11 новый
но́в||ыйприл1. νέος καινούρ(γ)ιος / πρόσφατος (недавний):\новый костюм ἡ καινούρια φορεσιά· \новый дом τό νεόκτιστο σπίτι· \новыйое открытие ἡ νέα ἀνακάλυψη, ἡ νέα ἐφεύρεση· это чго́-то \новыйсе αὐτό εἶναι κάτι τό καινούργιο· \новый номер журнала τό νέο τεῦχος περιοδικού· Новый год τό Νέον ἐτος, ἡ πρωτοχρονιά· что \новыйого? τί νέα;, τί νεώτερα;· ничего́ \новыйого τίποτε τό νεώτερο·2. (современный) νέος, μοντέρνος, σύγχρονος· ◊ вписать \новыйую страницу в науку γράφω νέα σελίδα στήν ἐπιστήμη· \новыйая история ἡ ἰστορία τῶν νέων χρόνων \новый завет рел. ἡ Καινή Διαθήκη. -
12 оспаривать
оспарива||тьнесов в разн. знач. δια-φιλονικώ, διαμφισβητώ, διεκδικώ:\оспаривать завещание διαμφισβητῶ τήν διαθήκη· -\оспаривать чьи́-л. права διεκδικώ τά δικαιώματα κάποιου. -
13 завещание
[ζαβιστσάνιιε] ουσ. ο. διαθήκη -
14 завещание
[ζαβιστσάνιιε] ουσ ο διαθήκη -
15 ветхий
επ., βρ: ветх, -а, -оφθαρμένος, παλιός, παμπάλαιος•-ое платье φθαρμένο φόρεμα.
|| ετοιμόρροπος•ветхий дом ετοιμόρροπο σπίτι.
|| σαραβαλιασμένος, σαράβαλο, κούσαλο•-старик εσχατόγηρος, γεροκούσαλο
εκφρ.ветхий завет – η Παλαιά Διαθήκη. -
16 завещательный
επ.διαθηκικός, -ιαίος, -ιμαίος•-ое письмо έγγραφη διαθήκη.
-
17 запись
-и θ.1. γραφή, γράψιμο.2. εγγραφή.3. καταγραφή.4. σημείωση.5. παλ. διαθήκη, γραπτή κληροδότηση• επίσημο έγγραφο. -
18 новый
επ., βρ: нов-а, -о; новейший.1. νέος, καινούριος•новый дом καινούριο σπίτι•новыйое платье καινούριο φόρεμα•
-ое издание νέα έκδοση•
-ые знакомства καινούριες γνωριμίες•
новый учитель καινούριος δάσκαλος (στη θέση του προηγούμενου)•
-ые времена νέοι καιροί•
-ая жизнь νέα ζωή•
новый картофель πατάτες νέας σοδειάς•
-ая история ιστορία νεοτέρων χρόνων•
-ые лица καινούρια πρόσωπα (άνθρωποι).
2. πρόσφατος, τελευταίος•-ые события τελευταία γεγονότα•
что -ого? τι το νεότερο;•
ни-чегб -ого τίποτε το νεότερο.
3. άγνωστος μέχρι τώρα•-ые впечатления νέες εντυπώσεις•
я видел -ое животное είδα καινούριο ζώο.
4. μοντέρνος, σύγχρονος•новый фасон καινούριο μοντέλο (κόψιμο).
5. ουσ. ουδ. -ое το νέο, το καινούριο•борьба -ого со старым αγώνας του καιγούριου με το παλαιό.
εκφρ.новый завет – η Καινή Διαθήκη•новый стиль – καινούριο ημερολόγιο•- ая -экономическая политика – νέα οικονομική πολιτική•вот (ещё) -ое дело! – να κι ένα καινούριο! (που δεν το περιμέναμε). -
19 отказ
отказ 1-а α.1. άρνηση•он получил отказ в прооьбе αυτός έλαβε αρνητική απάντηση στην αίτηση (παράκληση)•
отказ наотрез άρνηση κατηγορηματική•
ответить -ом απαντώ αρνητικά.
|| απάρνηση. || παραίτηση, αποποίηση.2. (μουσ.) αναίρεση.3. παύση, σταμάτημα. || εγκατάλειψη.εκφρ.без -а – χωρίς διακοπή, ασταμάτητα•до -а – ως το τέλος, ώσπου δεν παίρνει άλλο.отказ 2-а α. παλ.κληροδοσία, η με διαθήκη περιουσία. -
20 предсмертный
επ.επιθανάτιος•-ая агония επιθανάτια αγωνία•
предсмертный вздох επιθανάτιος ρόγχος•
предсмертный час η ώρα του θανάτου.
|| πριν το θάνατο•-ое завещание η πριν το θάνατο διαθήκη (παραγγελία).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαθήκη — disposition fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθήκῃ — διαθήκη disposition fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… … Dictionary of Greek
διαθήκη — η 1. έγγραφο στο οποίο εκφράζεται ο τρόπος με τον οποίο επιθυμεί κάποιος να διαθέσει την περιουσία του μετά το θάνατό του: Σήμερα θα ανοιχθεί η διαθήκη του πατέρα μου. 2. παραινέσεις προς απογόνους: Παιδί μου, τα λόγια μου είναι η διαθήκη μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καινή Διαθήκη — Βλ. λ.Διαθήκη … Dictionary of Greek
Παλαιά Διαθήκη — Bλ. λ. Διαθήκη και Αγία Γραφή … Dictionary of Greek
Καινή Διαθήκη — η το ιερό βιβλίο των χριστιανών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαθήκηι — διαθήκῃ , διαθήκη disposition fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθηκῶν — διαθήκη disposition fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθῆκαι — διαθήκη disposition fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθήκαιν — διαθήκη disposition fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)