Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η διαθήκη

  • 1 διαθήκη

    [диатики] ουσ. в. завещание.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαθήκη

  • 2 завещание

    ουδ.
    διαθήκη•

    оставлять завещание αφήνω διαθήκη•

    словесное завещание προφορική διαθήκη•

    он умер без -я αυτός πέθανε χωρίς ν’ αφήσει διαθήκη•

    по -го поста τη διαθήκη, σύμφωνα με τη διαθήκη.

    Большой русско-греческий словарь > завещание

  • 3 завещание

    завещание с η διαθήκη
    * * *
    с
    η διαθήκη

    Русско-греческий словарь > завещание

  • 4 завещание

    завеща||ние
    с ἡ διαθήκη:
    оставлять \завещание ἀφήνω διαθήκη· по \завещаниению διά διαθήκης·.

    Русско-новогреческий словарь > завещание

  • 5 духовный

    επ.
    1. πνευματικός, διανοητικός, ψυχικός•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου•

    -ая близость πνευματική συγγένεΐα.

    2. θρησκευτικός, εκκλησιαστικός κληρικός•

    духовный сан ιερατικό αξίωμα•

    -ые книги θρησκευτικά βιβλία•

    -ая музыка εκκλησιαστική μουσική•

    -ая цензура κληρική λογοκρισία•

    -ое лицо ο εκκλησιαστικός•

    -ое училище ιερατική σχολή.

    3. ουσ. θ. -ая η διαθήκη.
    εκφρ.
    - ое завещание – διαθήκη•
    духовный отецβλ. духовник духовный сын, -ая дочь ο εξομολογούμενος, η εξομολογούμένη.

    Большой русско-греческий словарь > духовный

  • 6 завет

    α.
    1. (υψ. χφος) εντολή, υποθήκη•

    -ы ленина πολιτνκή διαθήκη του Λιένιν.

    2. (όρκος, υπόσχεση)•

    ветхий завет Παλαιά Διαθήκη•

    Новый завет Καινή Δαθήκη.

    Большой русско-греческий словарь > завет

  • 7 завещать

    ρ.δ.κ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завещанный, βρ: -щан, -а, -о
    διαθέτω, κληροδοτώ, αφήνω διαθήκη•

    завещать свое имущество κληροδοτώ με διαθήκη.

    || εκδηλώνω, εκφράζω την επιθυμία, δίνω την ευχή μου.
    -ется κληροδοτούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > завещать

  • 8 завещание

    η διαθήκη.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завещание

  • 9 ветхий

    ветх||ий
    прил παλιός, παμπάλαιος, σαθρός/ ἐσχατόγερος, γηραιός (о человеке)/ ἐτοιμόρροπος (о здании):
    \ветхий старик ἐσχατόγερος· \ветхий дом τό παλιό (или τό ἐτοιμόρροπο) σπίτι· <> Ветхий Завет рел. ἡ Παλαιά Διαθήκη.

    Русско-новогреческий словарь > ветхий

  • 10 духовный

    духо́вн||ый
    прил
    1. πνευματικός, διανοητικός:
    \духовныйая близость ἡ πνευματική συγγένεια·
    2. (церковный) ἐκκλησιαστικός:
    \духовныйое лицо ὁ κληρικός, ὁ Ιερωμένος· ◊ \духовныйое завещание уст. ἡ διαθήκη.

    Русско-новогреческий словарь > духовный

  • 11 новый

    но́в||ый
    прил
    1. νέος καινούρ(γ)ιος / πρόσφατος (недавний):
    \новый костюм ἡ καινούρια φορεσιά· \новый дом τό νεόκτιστο σπίτι· \новыйое открытие ἡ νέα ἀνακάλυψη, ἡ νέα ἐφεύρεση· это чго́-то \новыйсе αὐτό εἶναι κάτι τό καινούργιο· \новый номер журнала τό νέο τεῦχος περιοδικού· Новый год τό Νέον ἐτος, ἡ πρωτοχρονιά· что \новыйого? τί νέα;, τί νεώτερα;· ничего́ \новыйого τίποτε τό νεώτερο·
    2. (современный) νέος, μοντέρνος, σύγχρονος· ◊ вписать \новыйую страницу в науку γράφω νέα σελίδα στήν ἐπιστήμη· \новыйая история ἡ ἰστορία τῶν νέων χρόνων \новый завет рел. ἡ Καινή Διαθήκη.

    Русско-новогреческий словарь > новый

  • 12 оспаривать

    оспарива||ть
    несов в разн. знач. δια-φιλονικώ, διαμφισβητώ, διεκδικώ:
    \оспаривать завещание διαμφισβητῶ τήν διαθήκη· -\оспаривать чьи́-л. права διεκδικώ τά δικαιώματα κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > оспаривать

  • 13 завещание

    [ζαβιστσάνιιε] ουσ. ο. διαθήκη

    Русско-греческий новый словарь > завещание

  • 14 завещание

    [ζαβιστσάνιιε] ουσ ο διαθήκη

    Русско-эллинский словарь > завещание

  • 15 ветхий

    επ., βρ: ветх, -а, -о
    φθαρμένος, παλιός, παμπάλαιος•

    -ое платье φθαρμένο φόρεμα.

    || ετοιμόρροπος•

    ветхий дом ετοιμόρροπο σπίτι.

    || σαραβαλιασμένος, σαράβαλο, κούσαλο•

    -старик εσχατόγηρος, γεροκούσαλο

    εκφρ.
    ветхий завет – η Παλαιά Διαθήκη.

    Большой русско-греческий словарь > ветхий

  • 16 завещательный

    επ.
    διαθηκικός, -ιαίος, -ιμαίος•

    -ое письмо έγγραφη διαθήκη.

    Большой русско-греческий словарь > завещательный

  • 17 запись

    θ.
    1. γραφή, γράψιμο.
    2. εγγραφή.
    3. καταγραφή.
    4. σημείωση.
    5. παλ. διαθήκη, γραπτή κληροδότηση• επίσημο έγγραφο.

    Большой русско-греческий словарь > запись

  • 18 новый

    επ., βρ: нов
    -а, -о; новейший.
    1. νέος, καινούριος•

    новый дом καινούριο σπίτι•новыйое платье καινούριο φόρεμα•

    -ое издание νέα έκδοση•

    -ые знакомства καινούριες γνωριμίες•

    новый учитель καινούριος δάσκαλος (στη θέση του προηγούμενου)•

    -ые времена νέοι καιροί•

    -ая жизнь νέα ζωή•

    новый картофель πατάτες νέας σοδειάς•

    -ая история ιστορία νεοτέρων χρόνων•

    -ые лица καινούρια πρόσωπα (άνθρωποι).

    2. πρόσφατος, τελευταίος•

    -ые события τελευταία γεγονότα•

    что -ого? τι το νεότερο;•

    ни-чегб -ого τίποτε το νεότερο.

    3. άγνωστος μέχρι τώρα•

    -ые впечатления νέες εντυπώσεις•

    я видел -ое животное είδα καινούριο ζώο.

    4. μοντέρνος, σύγχρονος•

    новый фасон καινούριο μοντέλο (κόψιμο).

    5. ουσ. ουδ. -ое το νέο, το καινούριο•

    борьба -ого со старым αγώνας του καιγούριου με το παλαιό.

    εκφρ.
    новый завет – η Καινή Διαθήκη•
    новый стиль – καινούριο ημερολόγιο•
    - ая -экономическая политика – νέα οικονομική πολιτική•
    вот (ещё) -ое дело! – να κι ένα καινούριο! (που δεν το περιμέναμε).

    Большой русско-греческий словарь > новый

  • 19 отказ

    α.
    1. άρνηση•

    он получил отказ в прооьбе αυτός έλαβε αρνητική απάντηση στην αίτηση (παράκληση)•

    отказ наотрез άρνηση κατηγορηματική•

    ответить -ом απαντώ αρνητικά.

    || απάρνηση. || παραίτηση, αποποίηση.
    2. (μουσ.) αναίρεση.
    3. παύση, σταμάτημα. || εγκατάλειψη.
    εκφρ.
    без -а – χωρίς διακοπή, ασταμάτητα•
    до -а – ως το τέλος, ώσπου δεν παίρνει άλλο.
    α. παλ.
    κληροδοσία, η με διαθήκη περιουσία.

    Большой русско-греческий словарь > отказ

  • 20 предсмертный

    επ.
    επιθανάτιος•

    -ая агония επιθανάτια αγωνία•

    предсмертный вздох επιθανάτιος ρόγχος•

    предсмертный час η ώρα του θανάτου.

    || πριν το θάνατο•

    -ое завещание η πριν το θάνατο διαθήκη (παραγγελία).

    Большой русско-греческий словарь > предсмертный

См. также в других словарях:

  • διαθήκη — disposition fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθήκῃ — διαθήκη disposition fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… …   Dictionary of Greek

  • διαθήκη — η 1. έγγραφο στο οποίο εκφράζεται ο τρόπος με τον οποίο επιθυμεί κάποιος να διαθέσει την περιουσία του μετά το θάνατό του: Σήμερα θα ανοιχθεί η διαθήκη του πατέρα μου. 2. παραινέσεις προς απογόνους: Παιδί μου, τα λόγια μου είναι η διαθήκη μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καινή Διαθήκη — Βλ. λ.Διαθήκη …   Dictionary of Greek

  • Παλαιά Διαθήκη — Bλ. λ. Διαθήκη και Αγία Γραφή …   Dictionary of Greek

  • Καινή Διαθήκη — η το ιερό βιβλίο των χριστιανών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαθήκηι — διαθήκῃ , διαθήκη disposition fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθηκῶν — διαθήκη disposition fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθῆκαι — διαθήκη disposition fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθήκαιν — διαθήκη disposition fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»